πυγαῖος

πυγαῖος
πῡγ-αῖος, α, ον, ([etym.] πυγή)
A of or on the rump:
I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.
II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch.
III = κατάπυγος, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυγαίος — α, ο / πυγαῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • πυγαῖος — πῡγαῖος , πυγαῖος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαῖον — neut nom/voc/acc sg πῡγαῖον , πυγαῖος of masc acc sg πῡγαῖον , πυγαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγλίον — τὸ, Α μέρος τού ακινάκη, του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. πυγαῖον (< πυγαῖος < πυγή)] …   Dictionary of Greek

  • πυγαῖα — πυγαῖον neut nom/voc/acc pl πῡγαῖα , πυγαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίοις — πυγαῖον neut dat pl πῡγαί̱οις , πυγαῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίου — πυγαῖον neut gen sg πῡγαί̱ου , πυγαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίῳ — πυγαῖον neut dat sg πῡγαί̱ῳ , πυγαῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”